κονδυλίζω

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

(κόνδυλος)

   A strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.

German (Pape)

[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.

French (Bailly abrégé)

donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.

Greek Monolingual

κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).