κοροπλάστης
Greek Monolingual
ο (Α κοροπλάστης)
ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο-πλάστης, κοσμο-πλάστης.
ο (Α κοροπλάστης)
ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο-πλάστης, κοσμο-πλάστης.