κοροπλάστης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, = κοροπλάθος, EM 530.11, Moer. p. 234 P.
Greek Monolingual
ο (Α κοροπλάστης)
ο κοροπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηροπλάστης, κοσμοπλάστης.
German (Pape)
ὁ, nach Moeris die hellenistische Form für κοροπλάθος; EM. 530.11.