ο1. κορφολόγος2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο-λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse].