κορεία

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

(A), ἡ, (κορέω)

   A brushing: attendance, prob.in Hsch.
κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι)

   A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
la virginité.
Étymologie: κόρη.

Greek Monolingual

(I)
κορεία, ἡ (Α) κορέω (ΙΙ)]
πιθ. (κατά τον Ησύχ.)
1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα
2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία.———————— (II)
κορεία, ἡ (Α)
βλ. κόρειος.