κόπωση
Greek Monolingual
η (ΑM κόπωσις) κοπώ
το συναίσθημα της κούρασης που προέρχεται από πολλή εργασία, κούραση, κόπος, καταπόνηση, κάματος
νεοελλ.
(τεχνολ.-φυσ.) αλλοίωση τών ιδιοτήτων υλικού η οποία οφείλεται σε επανειλημμένες μηχανικές καταπονήσεις και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε θραύση υπό την επενέργεια τάσεων ακόμη και μικρότερων από αυτές που προσδιορίζει η στατική αντοχή του.