κοπῶ, -όω (ΑM) κόποςκουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.)μσν.ενεργώ, προσπαθώ.