Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κραββατοφόριος, ὁ (Α)φέρετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί του ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανη-φόρος, νεκρο-φόρος.