κραββατοφόριος
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
Greek Monolingual
κραββατοφόριος, ὁ (Α)
φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί του ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανηφόρος, νεκροφόρος.