κτήριο

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χτήριο, το
καθετί που είναι κτισμένο, οικοδόμημα, ιδίως μεγάλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εὐ-κτή-ριον «εκκλησία» (< εὔχομαι), ενώ κατ' άλλους < οἰ-κτή-ριον < οἰ-κητή-ριον < οἰκῶ. Η γραφή κτίριο οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. χτίζω και θεωρείται εσφαλμένη διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παράγωγο σε -ριο < ρ. σε -ίζω].