ησταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ- του κρεμῶ + κατάλ. -άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημ-άδα, λεμον-άδα)].