κυνώπης

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὤψ)

   A dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κῠν-ῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.

French (Bailly abrégé)

voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.

English (Autenrieth)

voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.

Spanish

animal con cara de perro

Greek Monolingual

κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια
2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. κυνώπις
ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ-ώπης, κυαν-ώπης].