1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω2. σωπαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. είκω - εικάζω].