μεταλλομιγής

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
φρ. «μεταλλομιγής λίθος»
(ορυκτ.) λίθος αναμεμιγμένος ή εμποτισμένος με μετάλλευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. θηριο-μιγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].