μεταλλομιγής
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
-ές
φρ. «μεταλλομιγής λίθος»
(ορυκτ.) λίθος αναμεμιγμένος ή εμποτισμένος με μετάλλευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. θηριομιγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].