μιλιά

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ομιλία
2. ο τόνος της φωνής, η λαλιά, η προφορά («τον κατάλαβα από τη μιλιά του»)
3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός
4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» — δεν δέχομαι αντίρρηση
β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» — λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους
5. παροιμ. «ασημένια μου μιλιά χρυσή μου βουβαμάρα» — η σιωπή είναι καλύτερη και από την άριστη ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμιλία, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].