λινόπεπλος
English (LSJ)
ον,
A with linen robe, AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 49] mit linnenem Gewand, δαίμων, Philp. 107 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπεπλος: -ον, ἔχων λινῆν ἐσθῆτα, Ἀνθ. Π. 6. 231.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au voile de lin.
Étymologie: λίνον, πέπλος.
Greek Monolingual
λινόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί-πεπλος, μελάμ-πεπλος].