οειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ-οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].