μηχανοδηγός

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ-οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].