λασιόπους
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος,
A shaggy-footed, Aesop.238.
German (Pape)
[Seite 17] -ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.
Greek Monolingual
λασιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, καλλί-πους].