λασιόπους

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A shaggy-footed, Aesop.238.

German (Pape)

[Seite 17] -ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.

Greek Monolingual

λασιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, καλλί-πους].