-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλονη λαγουδέρα ή λαγούσααρχ.1. αυτός που κυνηγά λαγούς2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.