λάμψη

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM λάμψη) λάμπω
ακτινοβολία του φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ.
β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.)
2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα
νεοελλ.
(ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης της επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα του ανακλώμενου από αυτήν φωτός (α. «μεταλλική λάμψη» β. «υαλώδης λάμψη»)
νεοελλ.-μσν.
αστραπή.