φωτοβολία

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοβολία Medium diacritics: φωτοβολία Low diacritics: φωτοβολία Capitals: ΦΩΤΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: phōtobolía Transliteration B: phōtobolia Transliteration C: fotovolia Beta Code: fwtoboli/a

English (LSJ)

ἡ, beam, ray, Sch.Par.A.R.4.728 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Lichtwerfen, Strahlen, der Strahl, Schol. Ap. Rh. 4, 725.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοβολία: ἡ, τὸ φωτοβολεῖν, λάμψις, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 725, πρὸς ἑρμην. τοῦ μαρμαρυγή.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν
ακτινοβολία φωτός
νεοελλ.
φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -βολία (< -βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβολία].