λαθρόβιος
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος
2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής
3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή κυκλοφορία, ο σχεδόν άγνωστος («λαθρόβιο έντυπο»)
4. το ουδ. ως ουσ. ζωολ. το λαθρόβιο
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος, κοινό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].