λέσχημα

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gossip, v.l. in Hp.Ep.17 (pl.).

German (Pape)

[Seite 32] τό, das Geschwätz, die Rede, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λέσχημα: τό, ὁμιλία κενή, λῆρος, φλυαρία, Ἱππ. 1285. 27.

Greek Monolingual

λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. -ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)].