κουτσομπολιό

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source

Greek Monolingual

το
σχολιασμός, συνήθως κακόβουλος, πράξεων ή υποθέσεων τρίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. κουτσομπολιάζω].