λημώδης

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ες, (λήμη)

   A full of rheum, Alex.Trall.2.

German (Pape)

[Seite 40] ες, = λημαλέος, triefäugig, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

λημώδης: -ές, (λήμη, εἶδος) πλήρης λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.

Greek Monolingual

-ες (Α λημώδης, -ώδες) λήμη
γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης.