ες, (λήμη)
A full of rheum, Alex.Trall.2.
[Seite 40] ες, = λημαλέος, triefäugig, Alex. Trall.
λημώδης: -ές, (λήμη, εἶδος) πλήρης λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
-ες (Α λημώδης, -ώδες) λήμηγεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης.