λιβανίζω

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.

German (Pape)

[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.