λιβάνι
Greek Monolingual
το (Μ λιβάνι και λιβάνιν)
κομμεορητίνη η οποία παραλαμβάνεται με εντομή του φλοιού διαφόρων ειδών του γένους βοσβελία, το λιβανωτό, το θυμίαμα
νεοελλ.
φρ. α) «μυρίζει λιβάνι» — είναι ετοιμοθάνατος
β) «κερί και λιβάνι» — λέγεται ως απάντηση γεμάτη οργή σε εκείνους που επαναλαμβάνουν συχνά τις λέξεις και ή κύριε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάνιον, υποκορ. του λίβανος.