λιβάνι

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ λιβάνι και λιβάνιν)
κομμεορητίνη η οποία παραλαμβάνεται με εντομή του φλοιού διαφόρων ειδών του γένους βοσβελία, το λιβανωτό, το θυμίαμα
νεοελλ.
φρ. α) «μυρίζει λιβάνι» — είναι ετοιμοθάνατος
β) «κερί και λιβάνι» — λέγεται ως απάντηση γεμάτη οργή σε εκείνους που επαναλαμβάνουν συχνά τις λέξεις και ή κύριε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάνιον, υποκορ. του λίβανος.