λιγύμυθος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A clearspeaking, AP7.343.

German (Pape)

[Seite 43] hell, laut redend, v. l. für λιγύμοχθος u. λιγύθυμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύμῡθος: -ον, εὐκρινῶς ὁμιλῶν, Ἀνθ. Π. 7. 343.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle clairement.
Étymologie: λιγύς, μῦθος.

Greek Monolingual

λιγύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ευκρίνεια και καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μῦθος.