λιμενεύω (Μ) λιμήν1. οδηγώ σε λιμάνι, ελλιμενίζω2. μέσ. λιμενεύομαια) (για πλοίο) μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζωβ) μτφ. βρίσκω κάπου καταφύγιο.