λιμενοβραχίονας
Greek Monolingual
ο
1. προβλήτα του λιμανιού που έχει μορφή βραχίονα, κν. μώλος
2. εξωτερικό συνήθως τεχνικό λιμενικό έργο, πρόβολος για προφύλαξη λιμανιού από τα σφοδρά κύματα και για προστασία από τη διάβρωση που επέρχεται από αυτά, καθώς και για αποτροπή της πρόσχωσης του λιμανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + βραχίονας. Η λ., στον λόγιο τ. λιμενοβραχίων, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].