λιτοδίαιτος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[δῐ], ον,

   A of a plain way of life, D.H.2.49.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτοδίαιτος: -ον, ὁ λιτῶς διαιτώμενος, ζῶν λιτῶς, Διον. Ἁλ. 2. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιτοδίαιτος, -ον)
1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο-δίαιτος, αστρο-δίαιτος].