λούσιμο

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ λούσιμον) λούω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λούζω, το πλύσιμο, ιδίως του κεφαλιού
2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου
μσν.
εξαγνισμός, κάθαρση.