λυρῳδός

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A v. λυραοιδός.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. λυραοιδός.

Greek Monolingual

λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].