[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l’accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.
λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί-τοκος, νεό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].