λυσίτοκος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp. C. 3.128.
French (Bailly abrégé)
[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l'accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.
Greek Monolingual
λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχίτοκος, νεότοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
German (Pape)
[ῡ], die Geburt lösend, davon befreiend θέαινα, Nonn. D. 41.166; θάλαμοι, von den Hühnereiern, Opp. Cyn. 3.128, v.l. λυσίκομος.