μαίευτρα: τά, ἀμοιβὴ διδομένη εἰς μαιεύτριαν διὰ μαίευσιν, Μ. Ψελλὸς ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 87.
τα (Μ μαίευτρα)η αμοιβή της μαίας ή του μαιευτήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, λύ-τρα)].