μακέτα

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αναπαράσταση σε μικρογραφία μιας κατασκευής με σκοπό την πληρέστερη μελέτη της ή για επίδειξη
2. γραπτό προσχέδιο ενός έργου, σχεδίασμα που χρησιμεύει στο να καθοδηγεί τον δημιουργό του ως πρότυπο στην εκτέλεση
3. (γραφ. τέχν.) έγχρωμο πρότυπο, σχεδιασμένο ή ζωγραφισμένο, σε αντιδιαστολή με τις έγχρωμες φωτογραφίες
4. (γενικά) εκμαγείο, πρόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. macchietta].