το (Μ μαξιλάριον και μαξιλάριν)
μικρός σάκος παραγεμισμένος με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη ύλη, ο οποίος χρησιμεύει για τη στήριξη του κεφαλιού κατά τον ύπνο ή για ξεκούραση τών μελών του σώματος, προσκεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάριον, υποκορ. του λατ. maxilla «σαγόνι»].