μαστιγώνω

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM μαστιγῶ, -όω, Μ και μαστιγώνω) μάστιξ
1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω
2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω
νεοελλ.
δέρνω
2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η εφημερίδα μας με τα άρθρα της μαστίγωσε ανελέητα τον υπουργό»).