και ματσούχα, η (Μ ματσούκα)χοντρό ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιροειδή όγκο, χοντρό ραβδί, μπαστούνι («θα αρπάξω καμιά ματσούκα να δεις»μσν.μτφ. πέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mazzoca < μσν. λατ. maxuca].