ματάκι

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. υποκορ. του μάτι («τί έχει το ματάκι του μωρού;»)
2. φρ. «κάνω ματάκι» — ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο του ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση
3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω σε ομαλό έδαφος
4. (στον πληθ. με κτητ. αντ.) ματάκια μου
προσφώνηση που εκφράζει τρυφερότητα («δεν ήθελα, ματάκια μου, να σέ πληγώσω»).