μεγαλειότητα

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεγαλειότης, η (ΑM μεγαλειότης, -ητος) μεγαλείος
1. μεγαλοπρέπεια, εξοχότητα, λαμπρότητα, μεγαλείο («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)
2. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ»).