μεγαλειότητα
From LSJ
Greek Monolingual
και μεγαλειότης, η (ΑM μεγαλειότης, -ητος) μεγαλείος
1. μεγαλοπρέπεια, εξοχότητα, λαμπρότητα, μεγαλείο («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
2. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ»).