μειλιχόμητις

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

German (Pape)

[Seite 116] sanftes Sinnes, Hesych.

Greek Monolingual

μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό-μητις, ποικιλό-μητις)].