μελανοκάρδιος
English (LSJ)
ον,
A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur noir, càd cruel, impitoyable.
Étymologie: μέλας, καρδία.
Greek Monolingual
μελανοκάρδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο-κάρδιος)).