μελανοδέρματος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A black-skinned, Id.HA517a14.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

μελανοδέρματος, -ον (Α)
βλ. μελανόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος)].