μελανόδερμος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελανοδέρματος, -ον)
αυτός του οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος+ δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκοδέρματος, παχύδερμος)].