μεταθανάτιος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τον θάνατο
2. φρ. «μεταθανάτια ζωή»
εκκλ.
ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή, η πνευματική, που ζούν οι ψυχές μετά τον θάνατο, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, αλλ. αιώνια ζωή, μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -θανάτιος (< θάνατος), πρβλ. επι-θανάτιος].