μεταλλογενετικός

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ή υποβοηθεί τη γένεση τών μετάλλων
2. φρ. «μεταλλογενετική επαρχία»
γεωλ. γεωγραφική περιοχή στην οποία απαντά σε αφθονία και κυριαρχεί ένα είδος ή μια ομάδα μεταλλοφόρων κοιτασμάτων.